κάβος

κάβος
ο
1) мыс; 2) канат;

§ παίρνω κάβο — ухватить, уловить (мысль), понимать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κάβος" в других словарях:

  • κάβος — ḳab masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του …   Dictionary of Greek

  • κάβος — ο (λ. ισπαν.), ακρωτήριο ψηλό και κρημνώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάβον — κάβος ḳab masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβου — κάβος ḳab masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβους — κάβος ḳab masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου …   Deutsch Wikipedia

  • κάβαισος — κάβαισος, ὁ (Α) αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω… …   Dictionary of Greek

  • κάμος — (I) κάμος, ὁ (Α) είδος μπίρας. (II) κάμος, ὁ (Α) είδος μέτρου, κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάβος (Ι)*] …   Dictionary of Greek

  • καβολάκι — καβολάκι, τὸ (Μ) μικρό ακρωτήριο, μικρός κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάβος (II) με επίδραση συναφών υποκορ.] …   Dictionary of Greek

  • καβόνιος — ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στον κάβο, στο εβρ. μέτρο για σιτάρι και ψωμί 2. (για ψωμί) αυτό που είναι μέσα σε κάβο («άρτος καβόνιος») 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καβόνιον μέτρο σίτου και άρτου, κάβος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάβος (Ι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»